- μηχανικός
- 1) ingénieur2) mécanicien
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μηχανικός — resourceful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικός — ή, ό (ΑΜ μηχανικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις μηχανές ή αυτός που εκτελείται με μηχανές (α. «ὀργάνοις τισί μηχανικοῑς», Αριστοτ. β. «μηχανική καλλιέργεια» γ. «μηχανική βλάβη») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην… … Dictionary of Greek
μηχανικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή γίνεται με μηχανές: Μηχανικά πειράματα. 2. αυτός που γίνεται ασυνείδητα: Ήταν αφηρημένη και δούλευε κάνοντας μηχανικές κινήσεις. ο 1. ειδικός επιστήμονας ή τεχνίτης που ασχολείται με την κατασκευή, τη συντήρηση ή το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηχανικά — μηχανικός resourceful neut nom/voc/acc pl μηχανικά̱ , μηχανικός resourceful fem nom/voc/acc dual μηχανικά̱ , μηχανικός resourceful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικῶν — μηχανικός resourceful fem gen pl μηχανικός resourceful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικόν — μηχανικός resourceful masc acc sg μηχανικός resourceful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικώτατα — μηχανικός resourceful adverbial superl μηχανικός resourceful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικώτατον — μηχανικός resourceful masc acc superl sg μηχανικός resourceful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικαῖς — μηχανικός resourceful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικαί — μηχανικός resourceful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανικοῖς — μηχανικός resourceful masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)